- συνασπίζω
- ΝΜΑνεοελλ.1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση2. μέσ. συνασπίζομαι(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπούμσν.-αρχ.τάσσομαι σε πυκνή παράταξηαρχ.1. είμαι συστρατιώτης2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].
Dictionary of Greek. 2013.